φθορίζω

φθορίζω
Ν
1. εκπέμπω ακτινοβολία σύμφωνα με το φαινόμενο τού φθορισμού
2. φρ. α) «φθορίζουσα ουσία»
φυσ. ουσία που έχει την ιδιότητα τού φθορισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο. Η λ., στον λόγιο τ. τής μτχ. ουδ. φθορίζον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φθορίζω — αμτβ., εμφανίζω φθορισμό (βλ. λ.), φωσφορίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”